ἐπίδοσις

ἐπιδοτικός

ἐπιδουλεύω
ἐπιδοτικός, ή, όν :
1 qui contribue, Amm. p. 57 ||
2 prêt à donner passage, Hpc. Mochl. 866.
Étym. ἐπιδίδωμι.