ἐπιείκελος

ἐπιεικεύω

ἐπιεικέως
ἐπιεικεύω, être doux, équitable, au moy. (ao. 3 sg. ἐπιεικεύσατο) Spt. 2 Esdr. 9, 8.
Étym. ἐπιεικής.