ἐπιέλδομαι

ἐπιέλπομαι

ἐπίελπτος
ἐπι·έλπομαι, épq. c. ἐπέλπομαι ||
E Prés. impér. 2 sg. ἐπιέλπεο, Il. 1, 545 ; part. ἐπιελπόμενος, Od. 21, 126.