ἐπιγαμϐρεία

ἐπιγαμϐρευτής

ἐπιγαμϐρεύω
ἐπιγαμϐρευτής, οῦ () frère du mari, beau-frère, Aqu. Deut. 25, 7.
Étym. ἐπιγαμϐρεύω.