ἐπιγείνομαι

ἐπιγειόκαυλος

ἐπίγειον
ἐπιγειό·καυλος, ος, ον, dont la tige rampe à terre, Th. H.P. 6, 4, 5.
Étym. ἐπίγειος, καυλός.