ἐπίγειος

ἐπιγειόφυλλος

ἐπιγέλαστος
ἐπιγειό·φυλλος, ος, ον, dont les feuilles touchent à terre, Th. H.P. 8, 9, 9.
Étym. ἐπίγειος, φύλλον.