ἐπιγλυκαίνω

ἐπίγλυκυς

ἐπιγλύφω
ἐπί·γλυκυς, εια, υ [λῠ] douceâtre, Th. H.P. 3, 18, 10.
Étym. ἐπί, γλυκύς.