ἐπίγυον

ἐπιγώνιος

ἐπιδαίομαι
ἐπι·γώνιος, ος, ον, angulaire, Nicom. Arithm. 1, 19, 7 ; τὰ ἐπιγώνια, pierres angulaires, Aqu. Ps. 143, 12.
Étym. ἐπί, γωνία.