ἐπικεφαλίς

ἐπικέφαλον

ἐπικεχοδώς
ἐπι·κέφαλον, ου (τὸ) [] tête de bélier, machine de siège, Athénée méc. 23, 8.
Étym. ἐπί, κεφαλή.