ἐπίκλητος

ἐπικλιϐάνιος

ἐπικλινής
ἐπι·κλιϐάνιος, ος, ον [ῑᾰ] qui préside au four (Artémis) Carnéad. (Sext. M. 9, 185).
Étym. ἐπί, κλίϐανος.