ἐπικλινής

ἐπικλίντης

ἐπίκλιντρον
ἐπικλίντης, ου () (s. e. σεισμός) tremblement de terre qui déplace le sol à angle aigu, Arstt. Mund. 4, 30.
Étym. ἐπικλίνω.