Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπικλυσμός
ἐπίκλυστος
ἐπίκλυτος
ἐπίκλυστος,
ος, ον,
inondé,
DS.
1, 10 ;
Str.
32
.
Étym.
ἐπικλύζω
.