ἐπικόλλημα

ἐπικόλπιος

ἐπικόλωνος
ἐπι·κόλπιος, ος, ον, qui est à la mamelle, El. N.A. 2, 50 ; Nonn. D. 8, 78.
Étym. ἐπί, κόλπος.