ἐπικοπή

ἐπίκοπος

ἐπικοπρίζω
ἐπίκοπος, ος, ον :
1 coupé, taillé, en parl. des arbres, Th. H.P. 5, 1, 12 ||
2 τὸ ἐπίκοπον, c. ἐπικόπανον, Luc. D. mort. 10, 9.
Étym. ἐπικόπτω.