ἐπικρέμαμαι

ἐπικρεμάννυμι

ἐπικρεμάω
ἐπι·κρεμάννυμι [] (ao. ἐπεκρέμασα) suspendre au-dessus de, fig. ἐπ. τινὶ ἄτην, Thgn. 206 ; φόϐον, DS. 16, 50 ; κίνδυνον, Pol. 2, 31, 7, tenir le malheur, la crainte, le danger en suspens sur qqn.