ἐπικριτικός

ἐπίκριτος

ἐπικροταλίζω
ἐπίκριτος, ος, ον [ῐτ] choisi parmi, choisi, Jos. B.J. 3, 5, 5 ; Sext. 37, 33 Bkk.
Étym. ἐπικρίνω.