ἐπικωμαστικός

ἐπικώμιος

ἐπίκωμος
ἐπι·κώμιος, α, ον, qui loue, qui célèbre, Pd. N. 8, 50 ; P. 10, 6 ; τὰ ἐπικώμια, Pd. N. 6, 33, louange, éloge.
Étym. ἐπί, κῶμος.