ἐπιλαιμαργέω-ῶ

ἐπιλαΐς

ἐπιλαλέω-ῶ
ἐπι·λαΐς, ΐδος () fauvette, oiseau, Arstt. H.A. 8, 3, 5.
Étym. ἐπί, λᾶας.