ἐπιλάμπω

ἐπίλαμψις

ἐπιλανθάνω
ἐπίλαμψις, εως () action de briller sur, lumière éclatante, Phil. 1, 24, 26, 158 ; 2, 330, etc.
Étym. ἐπιλάμπω.