ἐπιλανθάνω

ἐπιλαρχία

ἐπίλασις
ἐπ·ιλαρχία, ας () [ῑλ] commandement d’un double escadron (128 chevaux) Asclépiod. 7, 11.
Étym. ἐπί, ἰλαρχία, cf. ἐπειλαρχία.