ἐπίλειψις

ἐπιλεκτάρχης

ἐπίλεκτος
ἐπιλεκτ·άρχης, ου () chef d’une troupe d’élite, Plut. Arat. 32.
Étym. ἐπίλεκτος, ἄρχω.