ἐπιλιπαρέω-ῶ

ἐπιλιπής

ἐπιλιχμάω-ῶ
ἐπιλιπής, ής, ές [ῐπ] qui manque, Plut. Syll. 7.
Étym. ἐπιλείπω.
ἐπι·λιπής, ής, ές [ῐπ] un peu gras, Orib. p. 114 Cocch.
Étym. ἐπί, λίπος.