Ἐπιλυτίδας

ἐπίλυτρος

ἐπιλύχνιος
ἐπίλυτρος, ος, ον, qu’on donne pour se racheter : τὰ ἐπίλυτρα, Str. 496, la rançon.
Étym. ἐπιλύω.