ἐπιμαντεύομαι

ἐπιμανῶς

ἐπιμαργαίνω
ἐπιμανῶς [] adv. ἐπ. ἔχειν πρός τι, Ath. 276e, être fou de qqe ch.
Étym. ἐπιμανής.