ἐπιμελίη

ἐπιμέλομαι

ἐπιμέλπω
ἐπι·μέλομαι (seul. prés. et impf. ἐπεμελόμην) c. ἐπιμελέομαι, Hdt. 1, 98, etc. ; Thc. 6, 54 ; 7, 39 ; Plat. Gorg. 516b, etc.