ἐπιμελητής

ἐπιμελητικός

ἐπιμελίη
ἐπιμελητικός, ή, όν, porté à prendre soin de, Xén. Œc. 12, 19 ; Arstt. G.A. 3, 2 ; ἡ ἐπιμελητική (s. e. τέχνη) Plat. Pol. 275e, l’art de prendre soin de, diligence, vigilance.
Étym. ἐπιμελέομαι.