ἐπιμεμπτέον

ἐπίμεμπτος

ἐπιμέμπτως
ἐπίμεμπτος, ος, ον, blâmable, Dysc. Pron. 370, 401 ; Conj. 505, 537 ; Adv. 543 ; Synt. 259 ; App. 2, 382 Schweigh.
Étym. ἐπιμέμφομαι.