ἐπιμορφόω-ῶ

ἐπίμοχθος

ἐπιμόχθως
ἐπί·μοχθος, ος, ον, laborieux, pénible, Man. 4, 248 ; adv. ἐπίμοχθον, Spt. Sap. 15, 7, laborieusement.
Étym. ἐπί, μόχθος.