ἐπιμνηστέον

ἐπιμοιράομαι-ῶμαι

ἐπιμοίριος
ἐπι·μοιράομαι-ῶμαι, réserver une part de : τί τινι, Ps.-Phocyl. 99 ; Moschion tr. (Stob. 2, 244) de qqe ch. pour qqn.
Étym. ἐπί, μοῖρα.