ἐπιμύλιος

ἐπιμυλίς

ἐπιμυρίζω
ἐπι·μυλίς, ίδος () [] rotule, articulation du genou, Hpc. Mochl. 841 ; cf. ἐπιγονατίς.
Étym. ἐπί, μύλη.