Ἐπιμηθιάς

ἐπιμήκης

ἐπιμηκύνω
ἐπι·μήκης, ης, ες, un peu long, oblong, allongé, Démocr. (Sext. M. 1, 117); Plut. M. 902d ||
Cp. -έστερος, Luc. D. deor. 10, 1 ; Diosc. 1, 6 ; Hdn 1, 1, 6, etc.
Sup. -έστατος, Hdn 8, 1, ou irrégul. ἐπιμήκιστος, Phil. 1, 291.
Étym. ἐπί, μῆκος.