ἐπιμηλιάδες

ἐπιμηλίδες

ἐπιμήλιος
ἐπι·μηλίδες, ων (αἱ) nymphes protectrices des troupeaux, Thcr. Idyl. 1, 22 ; Lgs 2, 27.
Étym. ἐπί, μῆλον ; cf. ἐπιμηλίς.