ἐπιμήλιος

ἐπιμηλίς

ἐπιμήνιος
ἐπι·μηλίς, ίδος ()
1 sorte de néflier, Diosc. 1, 170 ||
2 sorte d’ache, Pamphil. (Ath. 82d).
Étym. ἐπί, μῆλον ; cf. ἐπιμηλίδες.