ἐπιμήνιος

ἐπιμηνίω

ἐπιμηνυτής
ἐπι·μηνίω, être irrité contre : τινί, Il. 13, 460 ; contre qqn ; τινί τι, App. Civ. 3, 55, contre qqn au sujet de qqe ch. ||
E Impf. 3 sg. ἐπεμήνιε, Il. 13, 460 ; opt. ao. 3 sg. ἐπιμηνίσειεν, App. l. c.