ἐπιμωμάομαι-ῶμαι

ἐπιμωμητός

ἐπίμωμος
ἐπιμωμητός, ή, όν, blâmé, Hés. O. 13 ; Thcr. Idyl. 26, 38.
Étym. vb. du préc.