Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπιναυμαχία
ἐπιναύσιος
ἐπινεανιεύομαι
ἐπι·ναύσιος,
ος, ον,
qui éprouve des nausées,
Pol.
31, 22, 1
.
Étym.
ἐπί, ναυσία
.