ἐπινίκιος

ἐπίνικος

Ἐπίνικος
ἐπί·νικος, ος, ον [νῑ] c. le préc. Pd. O. 8, 75 conj. ; ὁ ἐπ. Arstd. t. 2, 373, chant de victoire.
Étym. ἐπί, νίκη.