ἐπινωτίζω

ἐπινώτιος

ἐπιξανθίζω
ἐπινώτιος, ος, ον, qui est sur le dos, Batr. 77 ; Luc. Am. 26 ; Alciphr. 3, 68.
Étym. ἐπί, νῶτον.