ἐπίφλοος

ἐπιφλυγμός

ἐπιφλυκταινόομαι-οῦμαι
ἐπιφλυγμός, οῦ () c. ἐπιϐλυσμός, Aqu. Gen. 2, 6.
Étym. *ἐπιφλύζω, c. ἐπιφλύω.