Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπίφλοος
ἐπιφλυγμός
ἐπιφλυκταινόομαι-οῦμαι
ἐπιφλυγμός,
οῦ
(
ὁ
)
c.
ἐπιϐλυσμός,
Aqu.
Gen.
2, 6
.
Étym.
*ἐπιφλύζω,
c.
ἐπιφλύω
.