ἐπιφόρημα

ἐπιφορικός

ἐπίφορος
ἐπιφορικός, ή, όν :
1 entraînant, véhément, Sopater Διαιρ. p. 357 ; Arstd. t. 2, 470, etc. ||
2 qui sert à conclure, en parl. de certaines conjonctions, c. ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, Dysc. Conj. 494, 13 ; 519, 20.
Étym. ἐπιφορά.