ἐπίφθεγμα

ἐπιφθεγματικός

ἐπιφθίνω
ἐπιφθεγματικός, ή, όν [] qui concerne l’interjection ou le cri final de la strophe, Héph. Poem. p. 71, 16 ; p. 72, 4 Consbruch.
Étym. ἐπίφθεγμα.