Ἐπιφυλλίς

ἐπιφυλλόκαρπος

ἐπίφυσις
ἐπι·φυλλό·καρπος, ος, ον, dont les fruits portent sur les feuilles, Th. H.P. 1, 10, 8.
Étym. ἐπί, φύλλον, καρπός.