ἐπιψεύδομαι

ἐπίψηγμα

ἐπιψηλαφάω-ῶ
ἐπίψηγμα, ατος (τὸ) raclure, d’où écume de mer, Diosc. 5, 127.
Étym. ἐπί, ψήχω.