ἐπισχετέον

ἐπισχετικός

ἐπισχηματίζω
ἐπισχετικός, ή, όν, propre à arrêter, Ath. 666a ; Gal. 6, 322, 331 ; Moschion Mul. pass. 32.
Étym. ἐπισχεῖν.