Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπισκοπία
ἐπισκοπικός
ἐπισκοπικῶς
ἐπισκοπικός,
ή, όν,
d’évêque, épiscopal,
Naz.
3, 169, 288 ;
Nyss.
3, 313 edd. Migne
.
Étym.
ἐπίσκοπος
.