ἐπισπαστήρ

ἐπισπαστικός

ἐπισπαστικῶς
ἐπισπαστικός, ή, όν, propre à attirer ; gén. Arstt. Probl. 37, 3, 2 ; Pol. 4, 84, 6 ; Str. 15, 1, 38 Kram. ; Diosc. 2, 107, 209.
Étym. ἐπίσπαστος.