ἐπισφακέλισις

ἐπισφάλεια

ἐπισφαλής
ἐπισφάλεια, ας () [φᾰ] incertitude, Pol. Exc. Vat. p. 459 ; Arstd. t. 2, 515.
Étym. ἐπισφαλής.