ἐπισφραγίζω

ἐπισφράγισις

ἐπισφραγισμός
ἐπισφράγισις, εως () [ᾱῐσ] apposition d’un sceau, d’où sanction, confirmation, Rhét. 7, 319 W.
Étym. ἐπισφραγίζω.