ἐπιστατητέον

ἐπιστατικός

ἐπιστατικῶς
ἐπιστατικός, ή, όν []
1 propre à se maintenir solidement, ferme, DL. 7, 45 ||
2 propre à gouverner : ἡ ἐπιστατική (s. e. τέχνη) Plat. Pol. 292b, 308e, l’art de gouverner.
Étym. ἐφίστημι.