ἐπιστολάδην

ἐπιστολεύς

ἐπιστολή
ἐπιστολεύς, έως () commandant en second d’une escadre, vice-amiral, à Lacédémone, Xén. Hell. 1, 1, 23 ; 2, 1, 7 ; 4, 8, 11 ; Plut. Lys. 7.
Étym. ἐπιστέλλω.